πλάνταγμα

πλάνταγμα
το, -ατος
1. στενοχώρια, αγανάχτηση.
2. τρομερή δίψα.
3. περιορισμός, σβήσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλάνταγμα — και πλάνταμα και πλάντασμα, το, Ν [πλαντάζω] 1. αβάσταχτη στενοχώρια από οργή, αγανάκτηση, ταραχή, έρωτα 2. πρόκληση ή ξέσπασμα ασυγκράτητου πάθους …   Dictionary of Greek

  • πλαντασμός — ο, ΝΜ [πλαντάζω] το πλάνταγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”